Πατουσάκια παντού!
‘’Ήθελα από μικρή ένα σκυλάκι’’.
Αλλά ναι, είναι αλήθεια, σε κάθε γράμμα στον Άγιο Βασίλη, σε κάθε γενέθλια, ζητούσα ένα σκυλάκι.

Είναι πιο δύσκολη απ’ όσο την περίμενα αυτή η η αρχή, το τι θα γράψεις στην αρχή. Μάλλον θα ξεκινήσω από τη γραφική χιλιοειπωμένη και χιλιογραμμένη φράση… ‘’ Ήθελα από μικρή ένα σκυλάκι’’. Αλλά ναι, είναι αλήθεια, σε κάθε γράμμα στον Άγιο Βασίλη, σε κάθε γενέθλια, ζητούσα ένα σκυλάκι. Από τον Άγιο Βασίλη, στα λίγα χρόνια που πίστευα τη ύπαρξή του, έπαιρνα λούτρινα σκυλάκια, άλλοτε κουρδιστά άλλοτε από αυτά που βγάζουν τη γλώσσα και να τη κουνάνε, άλλοτε από αυτά που γαυγίζουν με έναν-τώρα που τον θυμάμαι-ανατριχιαστικό ήχο.
Στα γενέθλια πάλι, ήταν πιο δύσκολα τα πράγματα, περίμενα ότι θα ανοίξω το κουτί και θα βγει από μέσα ένα κουτάβι ή περίμενα να μπει κάποιος από τους γονείς μου κρατώντας ένα κουτάβι. Σε κάθε γενέθλια για πολλά χρόνια είχα αυτή τη προσμονή, που πάντα κατέληγε σε μια μικρή απογοήτευση.
Μέχρι τα 15 μου χρόνια, ένα καλοκαίρι στη Κρήτη, μετά από μια έντονη συζήτηση που είχα πάλι με τη μαμά μου ζητώνας της επίμονα να πάρουμε ένα σκύλο, χρησιμοποίησα εύστοχα τότε, τώρα που το ξανασκέφτομαι δε θα επιστράτευτα ποτέ αυτό το επιχείρημα, βασικά εκβίασα ψυχολογικά τη μητέρα μου λέγοντας της ότι αν ήμουν άρρωστο παιδί θα μου είχε πάρει ήδη ένα σκυλάκι. Ε αυτό ήταν, την έπεισα με αυτόν τον κακό-θα πω τώρα-τρόπο.
Τα ενδιάμεσα γεγονότα δεν τα θυμάμαι καλά. Το επόμενο που θυμάμαι είναι να παίρνω στα χέρια μου ένα τόσο δα κουταβάκι με καφέ και μαύρα χρώματα και να με γλείφει για πρώτη φορά ανάμεσα στο στήθος.
Τα χρόνια της Ζιζέλ
Την ονομάσαμε Ζιζέλ , και όπως αποδείχθηκε μετά της ταίριαξε γάντι το όνομα, γιατί περπατούσε καμαρωτά καμαρωτά με τη φουντωτή της ουρά. Περάσαμε και ωραίες και δύσκολες στιγμές με αυτό το πλασματάκι, από τα πολλά που θυμάμαι είναι το πρώτο της παιχνίδι, μια λούτρινη καμηλοπάρδαλη που της είχε φάει το ένα αυτί (την έχω κρατήσει). Ακόμα υπάρχουν τα σημάδια από τα δοντάκια της στα έπιπλα του παιδικού μου δωματίου.
Τέσσερα λοιπόν υπέροχα χρόνια με το σκυλάκι μου πέρασαν και με δυσκολίες, αλλά και με τις πιο γλυκές αναμνήσεις ανιδιοτελούς αγάπης που μόνο ένα ζωάκι μπορεί να σου χαρίσει. Έφυγε λίγο απότομα και γρήγορα από τη ζωή μας, βέβαια όπως θα διαπίστωνα στο μέλλον μάλλον δεν ήταν τόσο απότομο. Θα καταλάβετε στη συνέχεια τί εννοώ με αυτό.
Ποτέ δεν περίμενα να στεναχωρηθώ τόσο πολύ για μια τέτοια απώλεια, δεν θα μπω σε πολλές λεπτομέρειες γιατί πραγματικά δεν θυμάμαι πολλά πράγματα.
Ήταν Ιούνιος, εκείνες τις μέρες έκλεισε η Ερτ, και εγώ είδα μέσα σε μία εβδομάδα 3 σεζόν αν θυμάμαι καλά από το Game of Thrones, και όπως καταλαβαίνετε έπρεπε να τις ξαναδω για να καταλάβω μερικά πράγματα. Πατουσάκια! Αυτό θυμάμαι, που άκουγα τα πατουσάκια της, καλοκαίρι κιόλας χωρίς χαλιά το σπίτι,νόμιζα ότι με ακολουθούν παντού.
Έφτασε η Luna!
Πέρασε λίγος καιρός και ενώ λέγαμε ότι δεν θέλουμε να ξαναπάρουμε σκύλο, είδαμε μια λεχώνα σκυλίτσα σε μια παραλία κάτω στη Κρήτη, κρητικοπούλα και η επόμενη σκυλίτσα μας. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη φορά που την είδα. Ήταν κουλουριασμένη με τα υπόλοιπα αδερφάκια της στην αγκαλιά της μητέρας της. Ήταν σαν ένα μικρό λούτρινο ζωάκι με μεγάλα εκφραστικά μάτια. Ήταν τόσο μικρή που δεν μπορούσαμε να την πάρουμε ακόμα από τη μαμά της. Μετά από ένα μήνα λοιπόν, μέσα σε ένα βαλιτσάκι την υποδέκτηκα μαζί με την αδερφή μου στο λιμάνι του Πειραιά.
Λούνα το όνομα της, βγαλμένο από τα χρώματα της, είχε ένα ωραίο λευκό-μπεζ χρώμα που σε συνδυασμό με το απαλό, σγουρό της τρίχωμα την έκανε μια πανέμορφη και γλυκιά κουταβίνα. Και όντως μέχρι το τέλος της ζώης της έμεινε πάντα κουτάβι, χοροπηδούσε κ γαύγιζε με χαρά σε όποιον έμπαινε στο σπίτι. Δεν είχε πειράξει ούτε μύγα σε όλη της τη ζωή.
Είναι πολύ δύσκολο να περιγράψω τη ζωή μας με τη Λούνα γιατί ακόμα και σήμερα μου έρχονται δάκρυα όταν μιλάω για αυτήν. Αγαπημένο της παιχνίδι, να ρίχνει κεφαλιές σε μια πάνινη πολύχρωμη μπάλα-κυκλοφορούσαν 3-4 μέσα στο σπίτι. Αγαπημένη της αταξία, να μπαίνει μέσα στο τζάκι και να παίρνει χαρτιά, μέσα όμως. Μέχρι που φτιάξαμε ειδική ασφάλεια για να αποτρέψουμε το ολοκαύτωμα.
Ήταν από τα σκυλιά που όταν κοιμόταν μπορεί να τη παρακάλαγες για να ξυπνήσει και να πάει βόλτα, χουχούλιαζε με τις ώρες κάτω από τις κουβέρτες της και όταν σηκωνόταν τις έσερνε σαν κάπα για μερικά μέτρα. Όταν πάλι είχε όρεξη και εμείς αντοχές για παιχνίδι, έτρεχε τόσο γρήγορα μέσα στο σπίτι, σπίνιαρε, κουτουλούσε σε έπιπλα και χοροπηδούσε. Και όταν ήθελε να είναι κοντά μας ανέβαινε στον καναπέ μαζί μας, κολλημένη πάνω μας. Δεν θα ξέχασω που μερικές φορές ανένβαινε πάνω στο κεφάλι μου την ώρα που κοιμόμουν και με έγλειφε για να με ξυπνήσει. Τρυφερή και δοτική, την ήξερε όλη η γειτονιά, φιλίκη με τους ανθρώπους τσαμπουκάς με τα άλλα σκυλιά, ότι μέγεθος και αν είχαν.
Μπορώ να γράψω σελίδες ολόκληρες για τη Λούνα αλλά είναι πολύ επίπονο ακόμα.
Ο ξαφνικός αποχωρισμός
Πάσχα ήταν, με την αδερφή μου πήγαμε μια εκδρομή μερικές μέρες και μετά θα καταλήγαμε στο χωριό μας να περάσουμε τις γιορτές με την υπόλοιπη οικογένεια και φυσικά τη Λούνα. Η Λούνα κάθε Πάσχα μύριζε αρνί, καθόταν κάτω από τη σούβλα, να γλείφει και να τρώει ότι έπεφτε καταλάθος κάτω. Σίγουρο μπάνιο και κούρεμα με την επιστροφή στην Αθήνα.
Στη διαδρομή για την επιστροφή μας στο χωριό,είχα μια περίεργη αίσθηση, σε όποιον το έχω πει μέχρι τώρα δεν με πιστεύει φυσικά, αλλά εγώ ένιωθα ότι κάτι δεν πάει καλά. Και φτάσαμε.
Και όταν φτάσαμε κάτι έλειπε, έλειπε η φωνή της Λούνας που θα είχε ακούσει κανονικά το αμάξι και θα έτρεχε να μας καλωσορίσει. Βγήκαμε από το αμάξι και ρωτήσαμε. Νομίζω ότι ήταν η πιο δύσκολη ερώτηση που έχω κάνει μέχρι τώρα στη ζωή μου. Ο μπαμπάς, μας είπε ότι η Λούνα δεν υπάρχει πια. Δεν υπάρχει πια. Την είχε σκοτώσει ένα τσοπανόσκυλο, ακαριαία ευτυχώς για να μη ταλαιπωρηθεί, 2 μέρες πριν. Δεν μας είχαν πει τίποτα για να μη μας χαλάσουν τη εκδρομή. Πήρα τη κατηφόρα τρέχοντας, κλαίγοντας και ουρλιάζοντας, δεν το πίστευα ότι δεν θα έβλεπα πότε ξανά εκείνη τη φατσούλα. Οι επόμενες μέρες πέρασαν πάλι χωρίς να θυμάμαι πολλά πολλά. Προσπαθούσα να είμαι ψύχραιμη για τους υπόλοιπους. Η μάνα μου είχε να φάει 3 μέρες.
Το δύσκολο σε αυτή την απώλεια ήταν η επιστροφή στην Αθήνα, ειδικά για τους γονείς μου που έμεναν μαζί της. Το να χτυπάει το κουδούνι και να μην ακούγεται το γαύγισμα της Λούνας, ακόμα όταν πηγαίνω στο πατρικό μου, μου φαίνεται περίεργο. Πέρασε το καλοκαίρι και η συνήθεια δεν έφυγε ακόμα. Ήταν η συντροφιά μας βλέπετε για 8 ολόκληρα χρόνια. Και έφυγε τόσο ξαφνικά και τόσο σκληρά.
Η Τεκίλα βρήκε το δικό της σπίτι
Όταν φύγαμε με την αδερφή μου για να μείνουμε σε δικά μας σπίτια, λέγαμε πάντα ότι θέλαμε ένα σκυλάκι, ακόμα και όσο ζούσε η Λούνα, μας έλειπε η συντροφιά ενός σκύλου στο σπίτι. Είχαμε συνηθίσει βλέπετε όλα αυτά τα χρόνια. Εγώ δυσκολευόμουν να πάρω σκύλο όσο ζούσε η Λούνα, για κάποιο λόγο το έβλεπα σαν προδοσία, αλλά μετά η ανάγκη έγινε διπλή.
Τους πρώτους μήνες, ούτε να το συζητάω δεν ήθελα, έλεγα ότι δεν άντεχα και 3η τέτοια απώλεια. Αλλά δεν άντεξα πολύ και άρχισα το ψάξιμο σε φιλοζωικές. Θα υιοθετούσαμε μαζί με την αδερφή μου.
Και βρήκαμε τελικά, μια κουταβίνα 7 μηνών από ένα καταφύγιο που είχε βρεθεί με τις δύο αδερφές της πεταμένη σε ένα χωράφι. Την ονομάσαμε Τεκίλα, αγαπημένο ποτό και των δύο μας. Είναι πανέμορφη με καφέ, μαύρα και λευκά χρώματα, με μια φουντωτή ουρά, πιο μεγάλο μέγεθος από αυτό που είχαμε συνηθίσει. Σκεφτείτε η Ζιζέλ και η Λούνα δεν ξεπέρασαν ποτέ τα πέντε κιλά και η Τεκίλα είναι ήδη 13.
Πολύ φοβισμένη τις πρώτες μέρες, δεν σηκωνόταν από ένα χαλάκι στο δωμάτιο της αδερφής μου. Όσο περνούσαν όμως οι μέρες τόσο πιο δαχυτική γινόταν μαζί μας, χρειάστηκε πολύ υπομόνη στη αρχή και ακόμα χρειάζεται, αλλά η λαχτάρα μας και η αγάπη που ήδη της έχουμε, μας βοηθούν.
Αγαπημένη της συνήθεια μέχρι τώρα να μασάει κλαδιά και φύλλα έξω στο μπαλκόνι. Από τη αρχή μας έδινε το χέρι για να μας αγκαλιάσει,και τώρα μπλέκεται ανάμεσα στα πόδια μας όταν ξυπνάμε. Είναι πολύ τρυφερή και δοτική, πανέξυπνη και πονηρή όπως όλα τα κουτάβια ξέροντας πότε έχει κάνει ζημιά κοιτάει με ένα παραπονεμένο ύφος όταν της κάνεις παρατήρηση.
Ανυπομονώ για τις μέρες που θα έρθουν, που θα τη μάθω καλύτερα, που θα με μάθει καλύτερα, για τις βόλτες μαζί της, για τα χειμωνιάτικα χουχουλιάσματα, για τις αταξίες της,για όλα αυτά που θα ζήσουμε μαζί της. Ξέροντας από τώρα πως δε θα την έχω για πάντα δίπλα μου είμαι έτοιμη να μοιραστώ και τις καλές και τις κακές στιγμές μαζί της, έχοντας πάντα στη καρδιά μου και στη θύμηση μου τις άλλες δύο μου αγάπες.
Ραντεβού στην επόμενη σελίδα από το “Ημερολόγιο της Μαρμότας”.